Bagual - ορισμός. Τι είναι το Bagual
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Bagual - ορισμός


Bagual      
m. Bras. do S.
Cavallo branco.
(T. das Antilhas)
bagual      
sm (espanhol platino bagual)
1 Animal asselvajado.
2 O que vive no ermo e não se deixa pegar.
3 Animal ou pessoa arisca, pouco sociável.
4 Cavalo reprodutor.
5 Tratamento carinhoso e entusiástico que se dá a qualquer cavalo
adj m+f Grosseiro, rústico. Var: baguá.
bagual      
adj.2g.s.2g. (-1899 cf. CF 1 )
1 B S. que ou o que acabou de ser domado (diz-se, p.ex., de potro)
2 GO que ou o que é muito bravo e arrojado (diz-se de pessoa ou cavalo) n adj.2g. B S.
3 que não obedece ao costeio, que se tornou selvagem (diz-se de cavalo)
4 que não foi treinado ou educado (diz-se de animal ou pessoa)
5 que se tornou selvagem pelo abandono (diz-se de qualquer animal, inclusive aves); alçado n s.2g.
6 RS ant. cavalo selvagem
7 RS qualquer cavalo (linguagem afetiva)
-gram fem.(pouco us.): baguala
-etim plat. bagual 'potro arisco', do guarani mba'gwa -sin/var baguá -col bagualada -par bagoal(s.m.)